….ή από πού κρατάει η σκούφια
του Διονύσου
του Διονύσου
Γεωργία Δάλκου - Φιλόλογος
«Μή μοι φθονήση τ’ ἄνδρες Ἑλλήνων ἄκροι, Εἰ πτωχός ὤν τέτλη κ’ ἐν ἐσθλοῖσιν λέγειν»
Ευριπίδου «Τήλεφος»
«Ἡ σατυρική δέ ἀπό των σατύρων ἐκλήθη τήν τῶν εὑρόντων αὐτήν ἤτοι γεωργῶν και εὐτελῶν ἀνθρώπων»
(Τζέτζη, σχολ. στον Λυκόφρονα, Ι,254 Μ)
Η μεταξύ «εσθλοῦ» και «εὐτελοῦς» σχέση δεν είναι δεδομένη. Συχνά έρχονται τα πάνω κάτω, ή χάμου, για να μιλήσουμε τη γλώσσα των χαμουτζήδων, οι οποίοι, πάντως, λέγοντας «χάμου» μπορούν να συνενοηθούν άριστα και με τον Όμηρο που λέει «χαμαί». Φαίνεται μάλιστα ότι οι ευτελείς, οι επί χαμαιστρώτου κλίνης κατακλινόμενοι, που κοιμούνται δηλαδή κατά γης, μπορούν ευκολότερα να ακούσουν μέσα από τους πόρους του χώματος τους ήχους του παρελθόντος, οι οποίοι φιμώνονται εκεί όπου επικρατεί η βασιλεία της ασφάλτου. Στην επικράτεια της ασφάλτου κανένας θεός πια δεν μπορεί να «πτύσει χαμαί» και να πλάσει ανθρώπους που θα ‘χουν τη σύσταση του χώματος- της γης- που τους γέννησε.
Έτσι, το δυστύχημα της «καθυστέρησης» προβάλλει ως προτέρημα, τουλάχιστον στη συνείδηση εκείνων που ψάχνουν να βρουν από ποιου είδους ρίζες αναβλάστησαν, που αναζητούν με άλλα λόγια να γνωρίσουν τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους.