Γενικά τοπογραφικά και ιστορικά στοιχεία
Η αρχαία κρητική πόλη Ελτυναία, Ελτυνία ή Έλτυνα εκτεινόταν στη μικρή, αλλά εύφορη κοιλάδα των Πεζών, που βρίσκεται δεκαπέντε χιλιόμετρα νότια του Ηρακλείου και της Κνωσού. Στις μέρες μας, περιλαμβάνει τα χωριά Κουνάβους, Καταλαγάρι, Πεζά, Αγιές Παρασκιές, καθώς και τους οικισμούς Ζαγουριάνους και Κώμες (Παπαδάκη 2007, σ. 5-13· Ρεθεμιωτάκης – Εγγλέζου 2010, σ. 23). Η Έλτυνα είχε πιθανότατα τη μορφή μικρών, αραιά διατεταγμένων γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα, οικισμών. Η οργάνωση αυτή, γνωστή ως «κωμηδόν» ή «κατά κώμας» κατάληψη του χώρου, ευνοήθηκε ιδιαίτερα από το
κατακερματισμένο κρητικό ανάγλυφο (Λεμπέση 1987, σ. 142-143). Η πόλη συνόρευε δυτικά με τη λεκάνη των Αρχανών και ανατολικά με τη μακριά ράχη που ξεκινά από την κορυφή των Αγίων Αποστόλων ώς τις Αγιές Παρασκιές και από εκεί στη Μυρτιά. Βόρεια δεν εκτεινόταν πέρα από τις στενοποριές, δύο με δυόμισι χιλιόμετρα βορειότερα των Κουνάβων και της Μυρτιάς, αφού θεωρείται απίθανο η ισχυρή Κνωσός να μην ήλεγχε απευθείας την ανοιχτή λεκάνη του μέσου ρου του Καρτερού (Φαράκλας κ.ά. 1998, σ. 68, 87-88, 90-92, 100, 104, 106-107, 178-179, 204).
Το όνομα της πόλης δεν παραδίδεται από τις αρχαίες πηγές. Οι τύποι του «Έλτυνα»,
«Ελτυνία» ή «Ελτυναία» τεκμαίρονται από τις σωζόμενες παραλλαγές του «εθνικού» των κατοίκων της, οι οποίες απαντούν σε επιγραφές που έχουν εντοπιστεί εντός και εκτός Κρήτης (Κριτζάς 2010, σ. 3). Η αρχαιότερη μνεία του εθνικού, με τον τύπο «Ελτυνιούσι», δοτική πληθυντικού αντί «Ελτυνιεύσι», συναντάται σε επιγραφή των αρχών του 5ου αι. π.Χ., η οποία βρέθηκε μεταξύ Κουνάβων και Ζαγουριάνων, ταυτίζοντας με ασφάλεια τη θέση της πόλης (Κριτζάς 2010, σ. 3). Οι «Ελτυναιείς» ή «Ελτυνιείς» ή «Ελτύνιοι», ήταν, ωστόσο, γνωστοί αρκετό καιρό πριν εντοπιστεί η πόλη τους. Εντελώς συγκυριακά πρωτοδιαβάστηκαν στην τελευταία πηγή που τους αναφέρει: τη συνθήκη ανάμεσα στο βασιλιά της Περγάμου Ευμένη ΙΙ και τους κατοίκους τριάντα κρητικών πόλεων, που υπογράφηκε το καλοκαίρι του 183 π.Χ. Νωρίτερα, στα 259-250 π.Χ., οι «Ελ[ευ]τυνιείς» υπέγραψαν τη συνθήκη Κνωσού-Μιλήτου «κατά τα αυτά», ενώ η πόλη τους συμπεριλήφθηκε σε «ψήφισμα» της Μαγνησίας του Μαιάνδρου, των αρχών του 2ου αι. π.Χ. Άλλη επιγραφή, του 3ου αι. π.Χ., μας πληροφορεί ότι υπήρξε πρόξενος των Γορτυνίων «Ελτυνιεύς». Σε στήλη, τέλος, από την Αλεξάνδρεια, αναγράφεται το εθνικό «Ελτύνιος».
Η ετυμολογία του ονόματος Έλτυνα παραμένει΄άγνωστη. Οι τύποι «Ελτύνιοι» και «Ελτυναίοι» θεωρούνται προελληνικοί, ενώ ο Chadwick πρότεινε τη σύνδεση του ονόματος Ελτυνία με το τοπωνύμιο tu-ni-ja των πινακίδων Γραμμικής Β Γραφής της Κνωσού, δίχως, όμως, αυτή να μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη (Κριτζάς 2010, σ. 3-4).
Αρχαιολογικές θέσεις και ευρήματα της Έλτυνας
Οι γνώσεις μας για την Έλτυνα είναι πολύ αποσπασματικές, αφού η ευρύτερη επικράτειά της δεν έχει μέχρι σήμερα διερευνηθεί συστηματικά. Σωστικές ανασκαφές, που πραγματοποιήθηκαν κυρίως στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, έφεραν στο φως σημαντικές αρχαιότητές της που, όμως, δεν επαρκούν για την ασφαλή καταγραφή και τεκμηρίωση της ιστορικής της εξέλιξης. Είναι γεγονός ότι τα πρωιμότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή ανάγονται στη Μινωική εποχή, όπως μαρτυρούν δείγματα κεραμικής στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου και υστερομινωικά αγγεία, προφανώς κειμήλια, σε τάφους του γεωμετρικού νεκροταφείου της. Αξιοσημείωτο, πάντως, είναι ότι ο προς το παρόν άγνωστος ανασκαφικά μινωικός οικισμός της Έλτυνας περιβαλλόταν από σημαντικές θέσεις της Εποχής του Χαλκού, όπως είναι η Κνωσός και οι Αρχάνες.
Άγνωστος ανασκαφικά παραμένει και ο γεωμετρικός οικισμός, για τον οποίο, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ήταν πυκνοκατοικημένος και εύρωστος, χάρη στη σωστική ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε, πριν από μία περίπου δεκαετία, σε τμήμα του νεκροταφείου του, στη θέση «Βαθ[ε]ιάδες», νοτιοανατολικά των Κουνάβων (Ρεθεμιωτάκης – Εγγλέζου 2010). Τα ευρήματα, και ειδικότερα η κεραμική του, παρά τις τοπικές τους ιδιαιτερότητες, εγγράφονται στον ορίζοντα των κνωσιακών εργαστηρίων, παραπέμποντας, κατασκευαστικά και τεχνοτροπικά, σε σύγχρονά τους, από το Βόρειο Νεκροταφείο της Κνωσού και εκείνο της Φορτέτσας, αντίστοιχα (Ρεθεμιωτάκης – Εγγλέζου 2010, σ. 107-202). Έτσι, διαγράφεται η ακτίνα δράσης των εργαστηρίων της Κνωσού και ενισχύεται η υπόθεση που θέλει την Έλτυνα μια ακμάζουσα και δυναμική επικράτεια της «κνωσίας χώρας» ήδη από την εποχή αυτή. Δεν αποκλείεται μάλιστα ο γεωμετρικός οικισμός να αναπτύχθηκε στη θέση του μινωικού, ενώ η «κατά κώμας» μορφή του οπωσδήποτε είχε άμεση σχέση με το φυσικό ανάγλυφο, σε μία εύφορη περιοχή της ενδοχώρας με εκτάσεις κατάλληλες για καλλιέργεια και κτηνοτροφία, επαρκείςυδάτινους πόρους και νευραλγικά οδικά περάσματα.
Το ανασκαμμένο τμήμα του νεκροταφείου της Έλτυνας περιλαμβάνει δεκαέξι τάφους που καλύπτουν το χρονικό διάστημα από την Υπομινωική-Πρωτογεωμετρική έως τη Μέση-Ύστερη Γεωμετρική περίοδο: εννέα θαλαμωτούς, δύο λακκοειδείς, τρεις λαξευτούς, έναν μεγάλο θολωτό και μία ταφή σε πίθο, παράδοση που ξεκινά στην Κρήτη από την Πρωτομινωική περίοδο (Ρεθεμιωτάκης – Εγγλέζου 2010, σ. 25, 29, 190). Όλοι οι τάφοι είναι λαξευμένοι στον μαλακό φυσικό βράχο, με εισόδους ή και δρόμους προς τα δυτικά. Ορισμένοι βρίσκονταν πλάι σε λιθόστρωτη πρόσβαση που διέσχιζε εγκάρσια τμήμα του νεκροταφείου, συνδέοντάς το, τουλάχιστον στην πρώτη φάση της χρήσης του, με τον όμορο οικισμό (Ρεθεμιωτάκης – Δημοπούλου 1994-1996, σ. 316).
Στους υπομινωικούς-πρωτογεωμετρικούς τάφους συνυπάρχουν ταφές και καύσεις, ενώ στον θολωτό, που χρησιμοποιείται κυρίως κατά τη Γεωμετρική περίοδο, επικρατούν οι καύσεις. Οι νεκροί των ταφών είχαν τοποθετηθεί απευθείας στο δάπεδο των τάφων σε συνεσταλμένη στάση και ήταν κτερισμένοι με διάφορα προχυτικά αγγεία, πόρπες, οστέινες περόνες, ψήφους και χάλκινα δακτυλίδια (Ρεθεμιωτάκης – Εγγλέζου 2010, σ. 191). Οι καύσεις έχουν πραγματοποιηθεί σε πίθους ή σε μεγάλους αμφορείς και συνοδεύονται από αγγεία, όπλα, ξυράφια, οβελούς, αιχμές δοράτων και δακτυλίδια από χρυσό ή άργυρο, κτερίσματα που οπωσδήποτε συνδέονται με την τάξη, την ιδιότητα ή και το φύλο των νεκρών (Ρεθεμιωτάκης – Εγγλέζου 2010, σ. 191).
Στο ταφικό σύνολο της Έλτυνας εντοπίστηκαν αρκετές ενδείξεις εξατομικευμένων νεκρολατρικών τελετουργιών. Στο πλαίσιο αυτό έχει ερμηνευτεί η διάταξη ενός λακκοειδούς τάφου, στον οποίο είχε τοποθετηθεί ένας πίθος με καμένα οστά, ένα χρυσό και ένα ασημένιο δακτυλίδι, μία χάλκινη λόγχη, κειμήλιο των Μυκηναϊκών χρόνων, και ένα σιδερένιο εγχειρίδιο (Ρεθεμιωτάκης – Εγγλέζου 2010, σ. 52, 191, πίν. 80, εικ. 18). Το στόμιο του πίθου καλυπτόταν με ένα ανεστραμμένο ιδιότυπο λεκανόσχημο σκεύος, με διάτρητο πυθμένα και ομφαλωτή προχοή (Ρεθεμιωτάκης – Εγγλέζου 2010, σ. 52, πίν. 81, εικ. 20). Ο πίθος με το σκεύος είχαν τοποθετηθεί κάτω από όρυγμα διαστάσεων 1,10?0,90 μ., το δάπεδο του οποίου είχε καλυφθεί από πλακοειδή λίθο διαστάσεων 0,90?0,72 μ. Η διαφορά των διαστάσεων ορύγματος-πλάκας, σχημάτιζε περιμετρικό διάκενο που, σύμφωνα με τονανασκαφέα, λειτουργούσε ως αύλακα διοχέτευσης υγρών προσφορών στον νεκρό μέσω του πυθμένα του ανεστραμμένου σκεύους και του πίθου (Ρεθεμιωτάκης 1998, σ. 846·Ρεθεμιωτάκης – Εγγλέζου 2010, σ. 192 και πίν. 4, 11, 91, εικ. 39-40, 76-78).
Τεκμήριο νεκρολατρείας αποτελούν, επίσης, οι εναγικές πυρές στις εισόδους δύο θαλαμοειδών τάφων, ενώ συνδυασμό έμπυρων και υγρών προσφορών μαρτυρεί το περιεχόμενο μίας μικρής πυράς σε επαφή με την εξωτερική πλευρά του τοιχώματος ενός μικρού θολωτού, όπου, ανάμεσα στα κάρβουνα, είχαν αποτεθεί ένας αμφορίσκος και τρεις σκύφοι, τη στιγμή που γύρω από τον τάφο είχαν προσφερθεί χοές, όπως δείχνουν δύο ομάδες προχυτικών αγγείων πάνω στον επικλινή βράχο, το υγρό περιεχόμενο των οποίων έρεε στα τοιχώματα του τάφου (Ρεθεμιωτάκης – Εγγλέζου 2010, σ. 191, πίν. 8, σχ. 10). Ιδιαίτερα σημαντικό, τέλος, για τη μελέτη των μεταθανάτιων αντιλήψεων και δοξασιών εύρημα είναι ένα πήλινο χωρίς, μέχρι στιγμής, παράλληλα λεκανόσχημο σκεύος που κοσμείται στο χείλος από έξι ειδώλια, δύο πουλιών και τέσσερα αιγοειδών, στον πυθμένα από κινητό ομοίωμα πτηνού σε κυλινδρική βάση και στο εσωτερικό τοίχωμα από ομοίωμα γυμνής θρηνωδού με τα χέρια στο κεφάλι (Ρεθεμιωτάκης – Εγγλέζου2010, σ. 193, πίν. 1, σχ. 1). Αξίζει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο σκεύος συνόδευε ανακομιδή κρανίου της Πρωτογεωμετρικής περιόδου (Ρεθεμιωτάκης – Εγγλέζου 2010, σ. 195-196).
Η ακμή του γεωμετρικού οικισμού πιθανότατα συνεχίστηκε και στην Αρχαϊκή εποχή, οπότε η Έλτυνα μετεξελίχθηκε σε αυτοδύναμη πόλη με αυστηρή κοινωνικοπολιτική οργάνωση, αριστοκρατικό πολίτευμα και δική της νομοθεσία (Ξανθουδίδης 1918, σ. 24· ο ίδιος 1920, σ. 75-81). Τμήμα της τελευταίας σώζεται σε εντεκάστιχη «βουστροφηδόν κεχαραγμένη» επιγραφή που αποκαλύφθηκε το 1918 από τον Στ. Ξανθουδίδη, ανάμεσα στα λιγοστά αρχιτεκτονικά λείψανα του «εθνικού» ιερού της πόλης, στη θέση «Ελληνικά», μεταξύ Κουνάβων και Ζαγουριάνων (Ξανθουδίδης 1918, σ. 24). Σύμφωνα με τον Ξανθουδίδη, η επιγραφή είχε αναρτηθεί σε τοίχο του ναού, κατά την προσφιλή συνήθεια πολλών κρητικών πόλεων της εποχής, όπως η Δρήρος και η Γόρτυνα. Η εντοιχισμένη στο ναό νομοθεσία και η αγορά, χαρακτήριζαν, εξάλλου, τις ανεξάρτητες αρχαϊκές κρητικές πόλεις, αποδεικνύοντας τη σημασία που είχε η οργάνωση του οικιστικού τους ιστού με βάση τα δύο κέντρα εξουσίας, το πολιτικό και το θρησκευτικό.Η παραπάνω επιγραφή της Έλτυνας, που χρονολογείται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ., αφορά σε νομικές διατάξεις ενάντια στην κακομεταχείριση των νέων, με λεπτομέρειες που καλύπτουν όσο γίνεται περισσότερες περιπτώσεις (Σκουντάκης 2007, σ. 48-49). Αξιοσημείωτες είναι οι γλωσσικές ιδιαιτερότητες της επιγραφής, όπως το ουσιαστικό «συμ[β]ολήτρα», το οποίο απαντά άπαξ στο κείμενο και επιδέχεται πολλές ερμηνείες με επικρατέστερη αυτή που υποστηρίζει ότι πρόκειται για πεδίο «εικονικών μαχών» ανάμεσα στις αγέλες (Σκουντάκης 2007, σ. 60-61). Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι στο νομικό αυτό κείμενο μνημονεύονται τρεις από τους βασικότερους θεσμούς της κρητικής πόλης: οι «κόσμοι» που βρίσκονταν στην κορυφή της ιεραρχίας με δικαστική και εκτελεστική εξουσία, οι «αγέλες» που αποτελούνταν από ομάδες εφήβων που είχαν κλείσει το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας τους και τα «ανδρεία», οι σύλλογοι, δηλαδή, των ενηλίκων πολιτών (Σκουντάκης 2007, σ. 62-64). Νομικό είναι και το περιεχόμενο μίας ακόμη υστεροαρχαϊκής επιγραφής που βρέθηκε το 1993, κατά τη διάρκεια βαθιάς άροσης, στους «Βαθ[ε]ιάδες», 150 μ. νότια του κοιμητηρίου των Κουνάβων, ακριβώς απέναντι από το γεωμετρικό νεκροταφείο. Το σωζόμενο κείμενό της αναφέρεται σε δίκες που σχετίζονται πιθανότατα με αγοραπωλησίες και κάνει λόγο, ενδεχομένως, για σχέσεις μεταξύ οφειλετών και πιστωτών, ενώ το κύριο ενδιαφέρον της έγκειται στο γεγονός ότι σώζει την αρχαιότερη, μέχρι σήμερα, μαρτυρία του όρου «ποινικηία» (=φοινικήια, ενν. γράμματα), της αρχικής ονομασίας του ελληνικού αλφαβήτου (Κριτζάς 2010).
Στον ίδιο χρονικό ορίζοντα με τις παραπάνω επιγραφές ανήκει και η λεγόμενη «Στήλη των Κουνάβων» (βλ. εικ.), σπάνιο δείγμα της υστεροαρχαϊκής επιτύμβιας κρητικής τέχνης. Εντοπίστηκε τυχαία τον Νοέμβρη του 1967 στους «Βαθ[ε]ιάδες», σε όμορο του γεωμετρικού νεκροταφείου αγρό (Λεμπέση 1973, σ. 7-13). Η αρχικά χρωματισμένη, στενόμακρη, μονοπρόσωπη στήλη είναι κατασκευασμένη από ντόπιο μαργαϊκό ασβεστόλιθο. Φέρει ανάγλυφη παράσταση νεαρής γυναίκας σε κατατομή προς τα αριστερά και σε μέγεθος μικρότερο του φυσικού. Η κόρη φορεί τρία ενδύματα που δεν δηλώνονται με σαφήνεια: χιτώνα, που εξαιτίας της φθοράς δεν είναι εμφανές εάν είναι ζωσμένος ή όχι, και δύο ιμάτια, λοξό πορπούμενο στον αριστερό ώμο και μεγαλύτερο ριγμένο και στους δύο ώμους. Την πλούσια κόμη της νεκρής κοσμεί πλατύ στεφάνι, που αφήνει ελεύθερους, ώς τημέση, τρεις πλατιούς κυματιστούς πλοκάμους, ενώ δύο άλλοι σκεπάζουν τους ώμους και τη ράχη. Τρεις παρόμοιοι λεπτότεροι πλόκαμοι στέφουν το μέτωπο, ενώ ένας βόστρυχος πλαισιώνει την παρειά. Το πρόσωπο χαρακτηρίζεται από το στερεότυπο, για την τέχνη της εποχής, «αρχαϊκό μειδίαμα». Στα χέρια φέρει βραχιόλια που δηλώνονται με δύο λεπτούς ανάγλυφους κρίκους στον καρπό. Ο νεκρικός χαρακτήρας της μορφής αποτυπώνεται στα αντικείμενα που κρατά: στο μίσχο λουλουδιού, στα ακροδάχτυλα του ανασηκωμένου δεξιού χεριού, σύμβολο της πρόωρα χαμένης ζωής και στο νεκρικού χαρακτήρα στεφάνι από σφαιρίδια, στο ελαφρά λυγισμένο προς τα κάτω αριστερό. Τα πρότυπα της στήλης είναι αττικά και διείσδυσαν στην Κρήτη μέσω των κυκλαδικών εργαστηρίων (Λεμπέση 1973). Στήλες όπως των Κουνάβων συνδέονται με την εμφάνιση των ατομικών ταφών στην Κρήτη, οι οποίες καθιερώθηκαν στον 5ο και 4ο αι. π.Χ., στο πλαίσιο κοινωνικοπολιτικών αλλαγών που επέτρεψαν στους πολίτες να συνειδητοποιήσουν την ατομική τους ταυτότητα.
Ο ιδιαίτερα αποσπασματικός χαρακτήρας των αρχαιολογικών δεδομένων που αφορούν στην κλασική και ελληνιστική Έλτυνα, δεν επιτρέπει τη σκιαγράφηση της ιστορικής εξέλιξής της κατά τα χρόνια αυτά. Ομάδες μελαμβαφών οστράκων και μη ορατά πλέον αρχιτεκτονικά υπολείμματα της «ελληνικής εποχής» εντοπίστηκαν, αρκετές δεκαετίες πριν, μεταξύ Καταλαγαρίου και Ζαγουριάνων, όπου υπάρχουν ακόμη πυκνές επιφανειακές ενδείξεις –όστρακα και λιθοσωροί– της εντατικής οικιστικής χρήσης του χώρου κατά τις εποχές αυτές (Παπαδάκη 2007, σ. 32-39). Στην ίδια περιοχή, και συγκεκριμένα στο χαμηλό ύψωμα «Σκεντέρι», όπου σύμφωνα με τον Kirsten βρισκόταν η «ακρόπολη» της Έλτυνας (Kirsten 1940, σ. 174-175), διερευνήθηκαν το 1937, από τον αρχαιολόγο Χρ. Ν. Πέτρου-Μεσογείτη, αρχιτεκτονικά λείψανα, κατεστραμμένα από την αγροτική καλλιέργεια και τη συνεχή απόσπαση οικοδομικού υλικού (Πέτρου-Μεσογείτης 1937, σ. 616-617). Αφορμή της διερεύνησης υπήρξε η τυχαία ανεύρεση ενός συνόλου πήλινων πλακιδίων (Πέτρου-Μεσογείτης 1937, σ. 616-617). Η καλή ποιότητα των πλακιδίων αυτών, αλλά και η τεχνολογική και τεχνοτροπική ανομοιομορφία τους, ενισχύουν την υπόθεση ότι αποτελούν αναθήματα, ίσως σε κάποιο «ηρώο». Τα πλακίδια της Έλτυνας φέρουν, όπως αναφέρει ο Πέτρου-Μεσογείτης, «πάντα στερεοτύπως την αυτήν ανάγλυπτον παράστασιν εφίππου ανδρός, μαχομένου προς δράκοντα» (Πέτρου-Μεσογείτης 1937, σ.616-617). Οι παραστάσεις είναι μονοπρόσωπες, εξαιρουμένης μίας, όπου δεξιά από τον ιππέα διακρίνεται μια ανδρική ιματιοφόρος μορφή με το δεξί της χέρι ανασηκωμένο σε στάση χαιρετισμού. Ο ιππέας απεικονίζεται σε κατατομή προς τα αριστερά ή τα δεξιά, πάνω στο άλογό του, που είτε στέκεται στα πίσω πόδια είτε άλλεται. Φορά κοντό χιτώνα ή χλαμύδα και το κεφάλι του καλύπτεται άλλοτε με κράνος και άλλοτε με πίλο. Στα περισσότερα πλακίδια είναι άοπλος, ενώ στο πεδίο ορισμένων υπάρχουν δόρυ ή και ασπίδα. Στα πόδια του αλόγου διακρίνεται, συνήθως, φίδι. Ο Πέτρου-Μεσογείτης σχολιάζει σχετικά: «τα πλακίδια ταύτα είναι περίεργα προ παντός διά την πρωτοτυπίαν της παραστάσεως, η οποία έχει πολλήν ομοιότητα με την απεικόνισιν εις την χριστιανικήν τέχνην του Αγίου Γεωργίου. Δεν ανήκουν όμως εις την χριστιανικήν εποχήν, αλλά είναι μάλλον ελληνιστικά ή ρωμαϊκά και παριστάνουν ίσως τοπικόν ήρωα» (Πέτρου-Μεσογείτης 1937, σ. 616-617). Πλακίδια όπως της Έλτυνας έχουν βρεθεί στην Κνωσό, στη Μεσσήνη, στη Λάρισα, στη Μαρώνεια, στην Τροία, στην Κνίδο, στη Σμύρνη. Συνδέονται με τη λατρεία του «θράκα ιππέα» που γνώρισε ευρεία διάδοση στη Θράκη, στη Μικρά Ασία και στην Ευρώπη, ως θεός σωτήριος, θεραπευτής ανθρώπων και ζώων, αλλά συγχρόνως καταχθόνιος και ψυχοπομπός (Παπαδάκη 2007, σ. 32-38· Κοκκοτάκη 2006).
Είναι πολύ πιθανό η κλασική-ελληνιστική Έλτυνα να διατήρησε τη βασική της μορφή, παραμένοντας πιστή στις αρχαϊκές της παραδόσεις. Η πορεία, εξάλλου, των κρητικών πόλεων κατά τις περιόδους αυτές χαρακτηρίζεται από συντηρητισμό, που οδήγησε το νησί στο περιθώριο και στην απουσία του από γεγονότα πανελλήνιου χαρακτήρα, όπως οι Περσικοί πόλεμοι. Η φαινομενικά στατική εικόνα των πολυάριθμων κρητικών πόλεων, διαταρασσόταν, ήδη από τα τέλη της Αρχαϊκής εποχής, από εμφύλιες διαμάχες για ενοποίηση, προσάρτηση ή αυτονομία, και από αντιθέσεις ανάμεσα στις συντηρητικές τάσεις και την ανάγκη κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., η ισχυρή Κνωσός προσάρτησε με πόλεμο τις Αρχάνες και, πιθανότατα, την Έλτυνα (Χανιώτης 1987, σ. 178-179). Έτσι, ίσως, εξηγείται γιατί η τελευταία δεν έκοψε δικό της νόμισμα, πρακτική που εισήχθη στο νησί στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. και εφαρμόστηκε μόνο στις ανεξάρτητες πόλεις του. Η ελληνιστική Έλτυνα δεν ήταν παρά «δορυφόρος» της Κνωσού, συνυπογράφοντας τις συνθήκες της«κατά τα αυτά». Και έτσι πρέπει να παρέμεινε ώς τη Ρωμαϊκή εποχή που, μέχρι στιγμής, αντιπροσωπεύεται από μη ορατά πλέον αρχιτεκτονικά λείψανα οικίας, που εντοπίστηκαν το 1937 σε αγρό μεταξύ Κουνάβων και Ζαγουριάνων (Πέτρου-Μεσογείτης 1937, σ. 616), καθώς και από συστάδες τάφων (Ρεθεμιωτάκης – Δημοπούλου 1993, σ. 463-466· οι ίδιοι 1994-96, σ. 315-317). Κατάλοιπα της Ρωμαϊκής εποχής έχουν επίσης εντοπιστεί στον οικισμό Κώμες, που, σύμφωνα με μαρτυρίες ντόπιων, έχουν κτιστεί από το δομικό υλικό της Έλτυνας.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα της Έλτυνας, τόσο στο σύνολό τους όσο και μεμονωμένα, σηματοδοτούν την εντατική κατοίκηση της περιοχής. Δικαίως, λοιπόν, ο Πέτρου-Μεσογείτης επέμενε ότι «εις την περιφέρειαν των Κουνάβων, αν υπήρχαν τα απαιτούμενα χρήματα, θα ήξιζε να γίνουν ευρύτεραι δοκιμαί», ιδιαίτερα στις μέρες μας που η «Έλτυνα» κινδυνεύει να γίνει «δορυφόρος» μιας άλλης «ισχυρής» πόλης, αυτής του Ηρακλείου.
Χριστίνα Παπαδάκη Αρχαιολόγος, MSc, Υποψήφια Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Βιβλιογραφία
Blackman D., «Kounavi (Pediada)», AR 45 (1998), σ. 116.
Burr Thompson D., «Troy. The Terracotta Figurines of the Hellenistic Period», Supplementary Monograph 3, Princeton University Press, 1963.
Englezou M., «Η σχέση της Έλτυνας με την Κνωσό», στο G. Cadogan, E. Hatzaki, A. Vasilakis (επιμ.), Knossos: Palace, City, State, BSA 12 (2004), σ. 421-431.
Guarducci M., Incriptiones Creticae, 1935-1950, τ. I, σ. 90, τ. II, σ. 61.
Hagg R. (επιμ.), Ancient Greek Hero Cult, Proceedings of the Fifth International Seminar on Ancient Greek Cult, Goteborg University, 21-23 April 1995, Skrifter Utgivna an Svenska Institutet i Athen, Stockholm 1999, Paul Astroms Forlag.
Homann-Wedeking B., A Kiln Site at Knossos, BSA 45 (1950), σ. 189.
Kirsten E., «Eltynaia», RE, Suppl. VII (1940), σ. 174-175.
La Rosa V., «Capitello Archaico da Festos», στο Antichita Cretesi, τ. 2, σειρά «Cronache d’ Archaeologia», 13, 1974, σ. 139-140.
Salapata G., Lakonian Votive Plaques with Particular Reference to the Sanctuary of Alexandria at Amyklae, διδ. διατρ., Univ. of Pennsylvania, 1992.
Sanders I. F., Roman Crete, London 1982.
Sporn K., «Heiligtumer und Kulte Kretas in Klassicher und Hellenisticher Zeit», Studien zu Antiken Heiligtumern, τ. 3, Verlag Archaologie und Geschichte, Heidelberg 2002.
Αλεξίου Στ., «Χρονικά. Η Αρχαιολογική Κίνησις εν Κρήτη κατά το Έτος 1964. Περιφέρεια Ηρακλείου – Μουσεία και Συλλογαί», Κρητικά Χρονικά, ΙΗ΄ (1964), σ. 284.
Αλεξίου Στ., «Αι Αρχαιότητες Κρήτης κατά το 1967», Κρητικά Χρονικά, 21 (1969), σ. 532.
Κοκκοτάκη Ν., «Αρχαιολογικό Μουσείο Κομοτηνής», Αρχαιολογία και Τέχνες 98 (2006).
Κριτζάς Χ., «Φοινικηία Γράμματα: Νέα Αρχαϊκή Επιγραφή από την Έλτυνα», στο Ρεθεμιωτάκης Γ., Εγγλέζου Μ. (επιμ.), Το Γεωμετρικό Νεκροταφείο της Έλτυνας, Ηράκλειο 2010, Παράρτημα, 1-26.
Λεμπέση Α., «Η Κρητών Πολιτεία (1100-300 π.Χ.)», στο Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τ. 1, Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, Κρήτη 1987, σ. 141-143.
Λεμπέση Α., «Δύο επιτύμβιες υστεροαρχαϊκές κρητικές στήλες», AntPl 12 (1973), σ. 7-13.
Ξανθουδίδης Στ., ΑΔ 1918 (Παράρτημα) τ. 4, Αθήναι 1921, σ. 24.
Ξανθουδίδης Στ., «Κρητικαί Επιγραφαί. Κουνάβων Δύο Αρχαϊκαί Επιγραφαί», ΑΔ 1920, σ. 75-81.
Παπαδάκη Χ., «Αρχαία Έλτυνα: Γενικά Τοπογραφικά και Ιστορικά Στοιχεία. Αρχαιολογικές Θέσεις και Ευρήματα της Έλτυνας», στο Μυλοποταμιτάκη Αικ. Κ. (επιμ.), Έλτυνα – Sconavi – Κουνάβοι. Από τα Αρχαϊκά στα Νεότερα Χρόνια, Ηράκλειο 2007, σ. 5-46.
Πέτρου-Μεσογείτης Ν. Χρ., «Αρχαιολογική Περιφέρεια Ανατολικής Κρήτης – Πεπραγμένα 1937», ΕΕΚΣ 1 (1938), σ. 616-617.
Πέτρου-Μεσογείτης Ν. Χρ., «Απολογισμός των Αρχαιολογικών Ερευνών εις την Κρήτην κατά το έτος 1937», Κρητικές Σελίδες 23-24 (1938), σ. 664-667.
Πλάτων Ν., «Γεωμετρικός Τάφος Αγιών Παρασκιών Ηρακλείου», ΑΕ 1945-47, σ. 47-96.
Ρεθεμιωτάκης Γ. – Δημοπούλου Ν., «Κουνάβοι Πεδιάδος», ΑΔ 1993, τ. 48, Β2, σ. 466.
Ρεθεμιωτάκης Γ. – Δημοπούλου Ν., «Επαρχία Πεδιάδος. Κουνάβοι», Κρητική Εστία 5 (1994-1996), Περίοδος Δ, τ. 5, Χανιά 1994-1996, σ. 316.
Ρεθεμιωτάκης Γ., «Κουνάβοι Πεδιάδος», ΑΔ 1998, τ. 53, Β3, σ. 845-847.
Ρεθεμιωτάκης Γ. – Εγγλέζου Μ., Το Γεωμετρικό Νεκροταφείο της Έλτυνας, Ηράκλειο 2010.
Σκουντάκης Εμμ., «Αρχαία Έλτυνα: Το Όνομα της Πόλης μέσα από τις Πηγές», στο Μυλοποτάκη Αικ. Κ. (επιμ.), Έλτυνα – Sconavi – Κουνάβοι. Από τα Αρχαϊκά στα Νεότερα Χρόνια, Ηράκλειο 2007, σ. 47-65.
Φαράκλας Ν., Κατάκη Ε., Κόσσυβα Α., Ξιφαράς Ν., Παναγιωτόπουλος Μ., Τασούλας Γ., Τσατσάκη Ν., Χατζηπαναγιώτη Μ., Οι επικράτειες των αρχαίων πόλεων της Κρήτης, σειρά «Ρίθυμνα» 6, Ρέθυμνο 1998.
Χανιώτης Α., «Κλασική και Ελληνιστική Κρήτη», στο Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τ. 1, Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, Κρήτη 1987, σ. 178-179.